κάθαμμα

κάθαμμα
το (Α κάθαμμα)
το μέσο με το οποίο δένεται κάτι, δεσμός, δέσιμο, κόμπος
αρχ.
1. μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα («κάθαμμα λύειν λόγου» — να λύνεις περίπλοκο ζήτημα, Ευρ.)
2. παροιμ. «κάθαμμα λύεις» — για κάποιον που επιχειρεί κάτι δύσκολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἅμμα «δεσμός» (< ἅπτω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάθαμμα — knot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάμματα — κάθαμμα knot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαμματίζω — (Α) [κάθαμμα] σχηματίζω κόμπο, κουμπώνω, δένω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”